- ἀδόξαστος
- ἀδόξαστοςunexpectedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδόξαστος — η, ο (Α ἀδόξαστος, ον) [δοξάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δοξάστηκε ή δεν μπορεί να δοξαστεί, άδοξος, ασήμαντος, αφανής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αδόξαστος ο Σατανάς, ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται) 3. φρ. «τού άλλαξα τον αδόξαστο», τόν… … Dictionary of Greek
αδόξαστος — η, ο άδοξος, άσημος: Φοβόταν μήπως μείνει άγνωστος κι αδόξαστος· φρ. «του άλλαξε τον αδόξαστο», τον τιμώρησε σκληρά, τον βασάνισε (συνών. η φράση «του άλλαξε την πίστη») … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδοξάστως — ἀδόξαστος unexpected adverbial ἀδόξαστος unexpected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόξαστον — ἀδόξαστος unexpected masc/fem acc sg ἀδόξαστος unexpected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξάστους — ἀδόξαστος unexpected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξάστων — ἀδόξαστος unexpected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξάστῳ — ἀδόξαστος unexpected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόξαστοι — ἀδόξαστος unexpected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)